- άθερμος
- -η, -ο (Α ἄθερμος, -ον)ο δίχως θερμότητα, ο μη θερμόςνεοελλ.1. αθέρμαστος*2. αθέρμιστος*3. το ουδ. ως ουσ. το άθερμο, αθέρμιστο* λάδι, αγουρόλαδο.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + θερμός < θέρμη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄθερμος — without warmth masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άθερμος — η, ο 1. αυτός που δεν είναι θερμός: Ο φούρνος τώρα ήταν άθερμος. 2. αυτός που δεν έχει θέρμη, πυρετό: Μέρες τώρα είμαι άθερμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄθερμον — ἄθερμος without warmth masc/fem acc sg ἄθερμος without warmth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθέρμῳ — ἄθερμος without warmth masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄθερμοι — ἄθερμος without warmth masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέρμη — I Αρχαία μακεδονική πόλη του Θερμαϊκού κόλπου, στα ερείπια της οποίας, κατά τον Στράβωνα, χτίστηκε η Θεσσαλονίκη το 315 π.Χ. από τον Κάσσανδρο. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος όμως διαχωρίζει τη Θ. από τη Θεσσαλονίκη. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως ήταν η… … Dictionary of Greek